Ο φράχτης


Χαραυγη κοζανης. Οι ανθρωποι της ΔΕΗ χρειαστηκαν το εδαφος της.
Η απολυτη ερημωση και μονο τα αδεια σπιτια θυμιζουν το χωριο. Και ενας φραχτης.
Ενας φραχτης που δεν εχει πια καμμια λειτουργικη σημασια,εκτος απ’το να κρεμανε καποιοι την προσωπικοτητα τους..
Μια φωτογραφια που μου θυμιζει ότι καποιοι αποφασιζουν για τις ζωες των αλλων. Αλλα και καποιοι για αλλες ζωες…

Αποστολός Δημήτρης

Τα σπίτια της Φλώρινας


Ήταν πολύ όμορφη πόλη η Φλώρινα, και λέω ήταν γιατί η καταστροφική και αδηφάγα εποχή της αντιπαροχής καταβρόχθησε πολλά από τα πανέμορφα σπίτια της, αντικαθιστώντας τα με πανάθλιες πολυκατοικίες.

Λίγα περισώθηκαν σε καλή κατάσταση ως διατηρητέα, μερικά από το μεράκι των ιδιοκτητών σε πείσμα των καιρών, ενώ κάποια αργοπεθαίνουν αβοήθητα...

Αυτά τα σπίτια κτίστηκαν στά τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ μετά την απελευθέρωση, το 1912, και μια νέα αστική τάξη εμφανίστηκε στα πλαίσια ενός συγκροτημένου πλέον νεόδμητου κράτους, με τους δημόσιους υπάλληλους, τους εμπόρους, τους τεχνίτες και με την δημιουργία νέων κτιρίων, σχολείων, τραπεζών, κλπ.

Χαρακτηρίζονται σαν νεοκλασικά με εκλεκτικιστικά στοιχεία μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής.

Τα μέρη αυτά διάλεξε και ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος για να τραβήξει πλάνα για κάποιες ταινίες του όπως "ο Μελισσοκόμος", "Τοπίο στην Ομίχλη", το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού", βρίσκοντας εδώ ένα παράθυρο στο παρελθόν και μυρίζοντας ένα Βαλκανικό άρωμα.

The doll


Ξάπλωσε ξαφνικά στο παγωμένο τσιμέντο και το βλέμμα της με μιας μεταμορφώθηκε
σε βλέμμα Πυθίας, απαθούς, που φοβερό χρησμό θα αποκαλύψει.
Σε μια στιγμή αμήχανης σιγής, θαρρώ πως άκουσα το γέλιο της κούκλας,
τσιριχτό, ειρωνικό κι απαίσιο.
Είδα τον ενήλικα να γίνεται παιδί και μετά έμβρυο,
να ψάχνει τη μήτρα να κρυφτεί,
είδα το παιδί να γερνά και τη μήτρα να εκρήγνυται.
Είδα πως η ζωή είναι ο θάνατος, ο θάνατος είναι ζωή και νιότη,
η νιότη είναι σοφία, και η ωριμότητα απόγνωση.
Είδα το βλέμμα του παιδιού κι άκουσα το γέλιο της κούκλας.

Novus

Attention! (Πρόσεχε)




Κυρία των μέσα μου ανέμων


Κυρία των μέσα μου ανέμων,
Δεν θέλω να αρνηθώ ό,τι ακριβώς σε οδήγησε,
Να σπείρεις μέσα μου την ευλογία της κίνησης,
Της πράξης,
Να ρίξεις το σκοινί,
Στο σκοτεινό κι αλλόκοτο πηγάδι,
Που χρόνια λαθροζούσα,
Για να βρεθώ ξανά στο λαμπερό σου κόσμο,
Τον θαυμαστό, Τον πληγωμένο.
Σου υπόσχομαι να ξεκοιλιάζω κάθε βράδυ,
Τους θλιβερούς ορίζοντες της λογικής μου,
Ν'απογειώνομαι από τις φλούδες του γραπτού μου λόγου,
Στους πλησιέστερους φιλάσθενους πλανήτες,
Κάθε φορά και μ ένα αλλιώτικο τραγούδι,
Να ξεμουδιάζω γλείφοντας τον κοφτερό σου σκελετό,
Κι ούτε ένα Μάιο δε θ ανεχτώ,
Να σκύψει πάνω μου,
Με λόγια σκωπτικά,
Και σύριγγες,
Και φαγωμένα χείλη,
Να ειρωνευτεί την αδειανή και χυλωμένη μου πατρίδα.
Πιο ριψοκίνδυνος κι από το Ναζωραίο,
Θα περπατήσω πάνω απ'την κινούμενη,
Τη σαρκοφάγο άμμο,
Που διατηρεί απρόσιτες τις χώρες των ιερών παλιάτσων,
Και των σεληνιασμένων γελωτοποιών,
Τραυλίζοντας λόγια ισχνά,
Μα και σπουδαία,
Θ'αποσυρθώ στις προθανάτιες κοιλάδες των λοιμών,
Και της αγάπης,
Όπου απ'το μαύρο χώμα τους διάσπαρτα ξεφυτρώνουν,
Κορμιά ανθρώπινα διαμελισμένα,
Πλάι στις φεγγαρολουσμένες παπαρούνες,
Ίσως κι εγώ εκεί να λησμονήσω τον τραυματία ουρανό,
Και ν'αρχινήσω ένα τραγούδι που θα λέει μόνο,
Σ'αγαπώ σ'αγαπώ.
Και σαν τελειώνει θα σταματάνε τα ποτάμια,
Κι οι οδοντοστοιχίες θα εκρήγνυνται,
Και θα γεμίζει ο αέρας πέταλα καρατομημένων ανθών,
Καρπούς γυναικείων χεριών,
Και λιωμένα κοσμήματα,
Κυρία των μέσα μου ανέμων,
Τιμώρησέ με αν θες,
Γύμνασέ με στο γέλιο και στον πόνο,
Είμαι ο οριστικός εραστής σου,
Ο αόριστος,
Ο τωρινός και ο παντοτινός,
Ο πιο ανώριμος,
Ο πιο σοφός,
Τώρα πια γνωρίζω τι μ'οδηγεί να υποτάσσομαι,
Στην ετοιμόρροπη και ασθενική σου θέληση.

Στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας